Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

"Mείνετε μακριά από τα αντικαταθλιπτικά!"

Image

"Αποτελεί μια θλιβερή, ειρωνική και συνάμα τραγική περίπτωση: Έχει καταστεί αδύνατο να αποδειχθεί ότι τα αντικαταθλιπτικά, δήθεν, ανακουφίζουν την κατάθλιψη ενώ είναι σχετικά εύκολο να αποδειχθεί ότι αυτά μπορεί να επιδεινώσουν την κατάθλιψη και ταυτόχρονα να προκαλέσουν μανία, φόνο και αυτοκτονία. Αν οι συνάδελφοί μου (οι ψυχίατροι) ήθελαν να είναι επιστημονικά ακριβείς, τότε θα ονόμαζαν τα ψυχοφάρμακα αυτά ως «καταθλιπτικά» αντί να τα ονομάζουν ως δήθεν «αντικαταθλιπτικά» και στη συνέχεια θα τα απέσυραν, αμέσως, από την αγορά φαρμάκου."

Απόσπασμα (σελ. 53) από το Medication Madness - The Role of Psychiatric Drugs in Cases of Violence, Suicide, and Crime, Peter Breggin M.D., 2008, St. Martin's Press.

ΠΟΣΟ ΑΧΡΗΣΤΑ, ΤΕΛΙΚΑ, ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ;

Είναι ήδη επαρκώς τεκμηριωμένο το γεγονός ότι, η FDA ανεγνώρισε, κατά τη διάρκεια των εργασιών της το 2004, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ουσιώδη στοιχεία τα οποία να στηρίζουν την εκδοχή της δυνητικής χρησιμότητας των αντικαταθλιπτικών ψυχοφαρμάκων για την αντιμετώπιση της παιδικής κατάθλιψης. Τι γίνεται, όμως σχετικά με τους ενήλικες; Υπάρχει περίπτωση τα αντικαταθλιπτικά ψυχοφάρμακα να μην είναι κάν’ αντικαταθλιπτικά;



Κατά τη διάρκεια του έτους 1994, έκανα γνωστό στην κοινή γνώμη μέσω του βιβλίου μου Talking Back to Prozac, την αποτυχία του Prozac να αποδείξει την αποτελεσματικότητά του όπως αυτή η αποτυχία κατεγράφη στη σχετική μελέτη η οποία διεξήχθη για την λήψη της έγκρισης διάθεσης του ψυχοφαρμάκου αυτού από την FDA. Το έτος 2002, μια επιστημονική ομάδα ευρισκόμενη υπό την καθοδήγηση του ψυχολόγου Irving Kirsch του πανεπιστημίου του Connecticut, δημοσίευσε μια ανάλυση δεδομένων αποτελεσματικότητας, την οποία η επιστημονική αυτή ομάδα είχε ήδη υποβάλλει στην FDA μεταξύ 1987 και 1999 και η οποία αφορούσε έξι από τα συχνότερα συνταγογραφούμενα αντικαταθλιπτικά: το Prozac, το Paxil, το Zoloft, το Effexor, το Serzone και το Celexa. Το κάθε ένα από αυτά τα ψυχοφάρμακα έλαβε μια άδεια διάθεσής του αφού προηγουμένως η ίδια η φαρμακοβιομηχανία που το κατασκεύαζε υπέβαλε δύο μελέτες με θετικά αποτελέσματα, στην FDA. Όμως, όλες αυτές οι φαρμακοβιομηχανίες χρειάστηκε να εκπονήσουν πολλές άλλες πρόσθετες μελέτες προτού καταφέρουν να παρουσιάσουν τις απαιτούμενες από την FDA με αποτελέσματα τα οποία να μοιάζουν θετικά. Έτσι, λοιπόν ο Kirsch και η ομάδα του μελέτησανόλες τις μελέτες που διεξήχθησαν και αφορούσαν τα εν λόγω αντικαταθλιπτικά – και όχι μόνο εκείνες οι οποίες τελικά υπεβλήθησαν για τη λήψη της άδειας διάθεσης των ψυχοφαρμάκων.

Ο Kirsch και οι συνεργάτες του έλαβαν σαράντα επτά μελέτες, δηλαδή για κάθε αντικαταθλιπτικό και κατά μέσο όρο, σχεδόν από οκτώ μελέτες οι οποίες αποσκοπούσαν στην λήψη άδειας διάθεσης, από την FDA. Μετά το σχετικό έλεγχο αποφάνθηκαν ότι ήταν «αμελητέες» οι όποιες θετικές είτε ευεργετικές επιδράσεις από τη χρήση των αντίστοιχων ουσιών, σε σχέση με τη χρήση του ψευδοφαρμάκου.

Ποια είναι η αντίδραση της ψυχιατρικής και των φαρμακοβιομηχανιών απέναντι στις ογκούμενες επιστημονικές αποδείξεις αναφορικά με το γεγονός ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι μόνο επικίνδυνα αλλά ταυτόχρονα είναι και αναποτελεσματικό, τόσο για τους ενήλικες όσο και για τα παιδιά; Καμία αντίδραση. Πάντως, τα πορίσματα της μελέτης Kirsch έλαβαν τη θετική δημόσια αναγνώριση όλων εκείνων των επαγγελματικών οι οποίοι είχαν τη γενναιότητα να αποδεχτούν τα γεγονός και μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η Marcia Angell, η πρώην συντάκτρια του επιστημονικού περιοδικού New England Journal of Medicine, και ο Charles Medawar, ο σεβαστός βρετανός ερευνητής και υπερασπιστής της δημόσιας ασφάλειας.

Το έτος 2006, η βρετανίδα ψυχίατρος Joanna Moncrieff μαζί με τον Kirsch δημοσίευσαν στο επιστημονικό περιοδικόBritish Medical Journal (BMJ) άλλη μία αναλυτική μελέτη αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών. Η μελέτη αυτή ήταν εστιασμένη περισσότερο στα αντικαταθλιπτικά του τύπου (SSRI), όπως το Prozac, το Zoloft και το Paxil και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ψυχοφάρμακα αυτά «στερούνται οποιουδήποτε ουσιώδους κλινικού πλεονεκτήματος συγκριτικά με το ψευδοφάρμακο». Επίσης και ενώ το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας δόθηκε προς εκτύπωση, άλλη μία ερευνητική επιστημονική ομάδα και υπό την καθοδήγηση του Kirsch (2008) εκπόνησε μια μετα-ανάλυση της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας από την οποία τεκμηριώνεται η αναποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών.

Αποτελεί μια θλιβερή, ειρωνική και συνάμα τραγική περίπτωση: Έχει καταστεί αδύνατο να αποδειχθεί ότι τα αντικαταθλιπτικά, δήθεν, ανακουφίζουν την κατάθλιψη ενώ είναι σχετικά εύκολο να αποδειχθεί ότι αυτά μπορεί να επιδεινώσουν την κατάθλιψη και ταυτόχρονα να προκαλέσουν μανία, φόνο και αυτοκτονία. Αν οι συνάδελφοί μου (οι ψυχίατροι) ήθελαν να είναι επιστημονικά ακριβείς, τότε θα ονόμαζαν τα ψυχοφάρμακα αυτά ως «καταθλιπτικά» αντί να τα ονομάζουν ως δήθεν «αντικαταθλιπτικά» και στη συνέχεια θα τα απέσυραν, αμέσως, από την αγορά φαρμάκου.

Για την πληρότητα της συζήτησης θα προσθέσω ότι τα ψυχοφάρμακα αυτά μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές στερητικές αντιδράσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται μια ποικιλία νευρολογικών συμπτωμάτων όπως, η ευερεθιστότητα και η επιδείνωση της κατάθλιψης. Ένα σημαντικό τμήμα της ψυχιατρικής εργασίας μου αφορά την ανακούφιση ασθενών οι οποίοι υπέφεραν από τρομακτικά και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις αγωνιώδη στερητικά συμπτώματα. Σε πολλές περιπτώσεις τα στερητικά αυτά συμπτώματα υφίστανται για περιόδους μηνών είτε και χρόνων μετά τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών ψυχοφαρμάκων.

Αξίζει να επαναλάβουμε, εδώ, ότι είναι πολύ επικίνδυνη, τόσο η χρήση των αντικαταθλιπτικών όσο και η διακοπή της χρήσης τους, ενώ η χρήση τους είναι και αναποτελεσματική. Η καλύτερη συμβουλή είναι: μείνετε μακριά από τα αντικαταθλιπτικά! Κατά τη διάρκεια των σαράντα χρόνων της ιατρικής μου σταδιοδρομίας ουδέποτε συνταγογράφησα αντικαταθλιπτικά σε ασθενή μου παρά μόνο στην περίπτωση απόλυτης αδυναμίας του να υποφέρει τα στερητικά συμπτώματα από χρήση ψυχοφαρμάκων που αυτός ελάμβανε προτού έρθει σε μένα για απεξάρτηση. Παρά τον προφανή ρόλο τον οποίο παίζει η καλή τύχη σε αυτές τις περιπτώσεις, πιστεύω ότι η άρνησή μου να ξεκινήσω τη χορήγηση αυτών των ψυχοφαρμάκων σε ασθενείς μου, συνέβαλε στην επιτυχία μου να μην συμβεί ούτε μία αυτοκτονία κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μου.

Peter R. Breggin, MD, είναι ένας ψυχίατρος και εμπειρογνώμων στην κλινική ψυχοφαρμακολογία. Έχει διδάξει στο Harvard Medical School ως επισκέπτης καθηγητής, έχει εργαστεί ως σύμβουλος πλήρους απασχόλησης στο Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας και έχει γράψει δεκάδες επιστημονικά άρθρα και πάνω από είκοσι βιβλία

(Η επιλογή και μετάφραση του αποσπάσματος από το βιβλίο του Peter Breggin έγινε από τον Χ. Μπούμπουλη )

Δεν υπάρχουν σχόλια: